- καταπιώνας
- οφάρυγγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιών (μτχ. αόρ. β' τού καταπίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπινάδι — και καταπινάρι, το το πίσω μέρος τού στόματος από το οποίο κατεβαίνει η τροφή, ο καταπιώνας, ο φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπίνω + υποκορ. κατάλ. άδι / άρι (< άδιον / άριον), πρβλ. απομειν άδι, απομειν άρι] … Dictionary of Greek